- αρχοντάνθρωπος
- οο μεγαλοπρεπής, ο ευγενής και επιβλητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρχοντάνθρωπος — ο άνθρωπος με επιβλητική εμφάνιση και αρετές ευπατρίδη, γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης: Ο πατέρας του ήταν πραγματικός αρχοντάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
αρχοντοπιάνομαι — 1. προσπαθώ να φαίνομαι αρχοντάνθρωπος ή πλούσιος ενώ δεν είμαι 2. επιδιώκω σχέσεις με την ανώτερη τάξη 3. συμπεριφέρομαι αλαζονικά … Dictionary of Greek
αρχοντογυναίκα — η γυναίκα με εμφάνιση και τρόπους αρχόντισσας (βλ. αρχοντάνθρωπος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)